.άντων — ἄ̱ντων , ἀντάω come opposite to imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ντων , ἀντάω come opposite to imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντων — ἄ̱ντων , ἀντάω come opposite to imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ντων , ἀντάω come opposite to imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀντάω come opposite to imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀντάω come opposite to imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασανείς — (αντων.) βλ. πασαένας … Dictionary of Greek
ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… … Dictionary of Greek
οποίος — α, ο και οποιός, ά, ό (Α ὁποῑος, οία, ον, ιων. τ. ὁκοῑος, η, ον, επικ. τ. ὁπποῑος, η, ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, ά, ό) (αναφ. αντων.) αυτού τού είδους, ό,τι λογής, ποιας λογής νεοελλ. 1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το… … Dictionary of Greek
σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… … Dictionary of Greek
όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… … Dictionary of Greek
όποιος — α, ο (Μ ὅποιος, α, ον) (αναφ. αντων.) εκείνος που, αυτός που (α. «όποιος είναι έξω απ τον χορό πολλά τραγούδια ξέρει», παροιμ. β. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τόν τρών οι κότες», παροιμ.) νεοελλ. (ως αόρ. αντων.) 1. οποιοσδήποτε («όποιος κι … Dictionary of Greek
τέτοιος — α, ο, Ν (επιθ. αντων.) 1. αυτού τού είδους, τοιούτος («τέτοιος πού σαι καλά να πάθεις») 2. το αρσ. ως ουσ. ο τέτοιος ο κίναιδος 3. φρ. «τέτοια ώρα, τέτοια λόγια» λέγεται για εκείνους που μιλούν σε ακατάλληλο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίτοιος + ἔτοιος … Dictionary of Greek
τοίος — οία, ον, και ιων. τ. θηλ. τοίη, Α (δεικτ. αντων.) 1. (ως απόκριση στην αναφ. αντων. οἷος, στην ερωτ. αντων. ποῑος και στην αόρ. αντων. ποιός) τέτοιος («τοῑον ὅπως ἐθέλει», Ομ. Οδ.) 2. (απόλ. όταν αναφέρεται σε κάτι που έχει λεχθεί προηγουμένως)… … Dictionary of Greek